Μπροστά στην ανθρακιά
Κι εγώ μπροστά στην ανθρακιά
εστώσα και θερμαινομένη
ανάμεσα στους υπηρέτες του αρχιερέα
που με κερνούσανε τσιγάρα
και με ρώταγαν:
-Ποια είσαι εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ;
Κι εγώ δειλά τους απαντούσα:
-Περνούσα, κρύωνα και στάθηκα να ζεσταθώ…
Κι εγώ μπροστά στην ανθρακιά…
Την ώρα που εσύ ξεπάγιαζες…
Μπροστά στην ανθρακιά…
Την ώρα που σε δέρνανε…
Μπροστά στην ανθρακιά…
Την ώρα που σε βρίζανε…
Μπροστά στην ανθρακιά…
Την ώρα που σε φτύνανε…
Κι εγώ μπροστά στην ανθρακιά
εστώσα και θερμαινομένη
κάπνιζα τα τσιγάρα
κι έτρεμα από φόβο…
Ύστερα λάλησε ο πετεινός…