ΤΙΝΑ ΠΑΝΩΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ» (22 Ιουνίου 2012)

Δημοσιογράφος: Τι ωραία ιστορία, ένα παιδί της επαρχίας του 1960 να μην έχει όνειρο το Πολυτεχνείο, να μην μπαρκάρει, αλλά να θέλει να γίνει κινηματογραφιστής…

Συγγραφέας: Δεν το είχε ανάγκη το Πολυτεχνείο αυτό το παιδί. Ούτε τα βαπόρια. Είχε ανάγκη το χεράκι της άψυχης Βίκυς. Να το πιάνει σφιχτά, να το γυρνάει και να της δίνει ζωή. Είχε ανάγκη το καρούλι με το λευκοπλάστ. Να το κρατάει με τα δόντια του αγωνιώντας μην κοπεί η ταινία την ώρα της προβολής της.

Δημοσιογράφος: Η έμπνευση για το Σινεμά ήλθε από έναν φίλο σας…

Συγγραφέας: Η έμπνευση, ναι, ήρθε από έναν φίλο και συγγενή, τον Γιάννη Γαλανό παλιό κινηματογραφιστή από την Ελίκα Λακωνίας, μεγαλοκτηματία σήμερα στο χωριό, που, όταν βλέπει στην τηλεόραση παλιές ελληνικές ταινίες, θυμάται τα νιάτα του και κλαίει σαν μικρό παιδί.

Δημοσιογράφος: Είστε βέρα Αθηναία και όμως μιλάτε για ένα χωριό του 1960 σαν να’ χατε ζήσει μέσα για μέσα σ’ αυτό.

Συγγραφέας: Μιλάω για το χωριό του 1960 επειδή το έψαξα το πράγμα. Τέσσερα χρόνια το έψαχνα μιλώντας με κατοίκους της περιοχής για τη ζωή τους την εποχή εκείνη. Έφτασα στο σημείο να διακόπτω το φαγητό μου ή τη συζήτηση σε ταβέρνες και σε γιορτές, να βγάζω από την τσάντα μου το μπλοκάκι και να γράφω λέξεις, προτάσεις και ιστορίες που είχα ακούσει.

Δημοσιογράφος: Η μετεμφυλιακή μικρή ελληνική πόλη όπως την περιγράφετε στο βιβλίο σας δεν είναι λιγάκι εξωραισμένη; Η αλήθεια του τότε δεν ήταν πολύ σκληρότερη;

Συγγραφέας: Η αλήθεια του τότε ήταν πολύ σκληρότερη για τους αριστερούς και τους συγγενείς τους. Αυτοί ζούσαν μέσα στην κόλαση του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους. Η μεγάλη μάζα του λαού δεν καιγόταν τότε στην πυρά της «Ιεράς Εξέτασης». Καιγόταν μέσα στη φτώχια, την αγραμματοσύνη και τη μιζέρια. Είχε, όμως, ένα μεγάλο δώρο την εποχή εκείνη: Μπορούσε να ονειρευτεί το καλύτερο αύριο…

Δημοσιογράφος: Η τέχνη δεν είναι μικρόβιο, είναι ευλογία θεού γράφετε κάπου…Και όμως ακόμα και σήμερα δεν έχει τη θέση που της αρμόζει σε μια Ελλάδα ευρωπαική, ευνομούμενη…

Συγγραφέας: Πράγματι, η τέχνη στην Ελλάδα δεν έχει τη θέση που της αρμόζει. Αλλά και ποιος έχει τη θέση που του αρμόζει στην πατρίδα μας, όπου όλα έχουν γυρίσει με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω;

Δημοσιογράφος: Μετά από τρεις δεκαετίες στη δημοσιογραφία, ποια η γεύση που σας έχει αφήσει το επάγγελμα;

Συγγραφέας: Η γεύση που μου έχει αφήσει το επάγγελμα είναι σε γενικές γραμμές καλή. Όταν αναγκάστηκα το 1997 να βγω στη σύνταξη πρόωρα, το στόμα μου ήτανε πικρό, δηλητήριο και η ψυχή μου πονούσε. Επιστράτευσα, όμως, τις…ενδορφίνες μου και έσπρωξα όσα με βασάνιζαν στα κατάβαθα του είναι μου. Το γέμισα με απωθημένα και εμπλούτισα το «ρεπερτόριο» των ονείρων που βλέπω στον ύπνο μου. Εκτονώνομαι στον ύπνο μου και ξύπνια αισθάνομαι καλά.

Δημοσιογράφος: Κι αν ένα νέο κορίτσι σάς ρωτήσει αν αξίζει σήμερα να γίνει κανείς δημοσιογράφος, τι θα του λέγατε;

Συγγραφέας: Αν έχει σκοπό να δουλέψει σοβαρά και με αξιοπρέπεια, θα της έλεγα ότι κυρίως σήμερα αξίζει να γίνει κανείς δημοσιογράφος. Το που θα βρει, όμως, εργασία είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…