Των ανθρώπων τα βάσανα

Σύριος οικογενειάρχης πήρε τη γυναίκα και τον μοναχογιό του και έφυγαν από την σπαρασσόμενη πατρίδα τους.

Περιπλανήθηκαν στα παράλια της Τουρκίας και στο Κουσάντασι βρήκαν αυτό που γύρευαν: Το λαθρεπιβατικό σκάφος, το οποίο χρυσοπλήρωσαν για να τους περάσει απέναντι στην Ελλάδα.

Ο καπετάνιος του σκάφους τούς εγκατέλειψε νύχτα σε μια ερημική ακτή της Σάμου.

-Που μας έφερες; Είναι εδώ Ελλάδα; Τον ρώτησε ο Σύριος το πρωί μιλώντας του στο τηλέφωνο.

-Στην Ελλάδα είσαστε, στη Σάμο, απάντησε ο καπετάνιος. Πάρε αυτό το τηλέφωνο και μίλα με το ελληνικό λιμεναρχείο. Ζήτησέ τους βοήθεια. Μιλάνε κι αυτοί αγγλικά και θα συνεννοηθείτε.

Ο Σύριος επικοινώνησε με το ελληνικό λιμεναρχείο και ζήτησε βοήθεια.

-Που βρισκόσαστε; τον ρώτησε ο λιμενάρχης.

-Μακάρι να’ ξερα, απάντησε ο Σύριος. Σε κάτι βράχια είμαστε κι από πάνω είναι δάσος.

-Ανάψτε φωτιά για να σας εντοπίσουν τα σκάφη μας, του είπε ο λιμενάρχης.

Ο Σύριος άναψε φωτιά την οποία παραδόξως δεν είδαν τα πληρώματα των τριών λιμενικών σκαφών που πέρασαν από την περιοχή.

Απελπισμένος ο άνθρωπος το΄βαλε στα πόδια κυνηγώντας από τη στεριά το τρίτο λιμενικό σκάφος που έτρεχε στην παραλία.

-Σταθείτε, σταθείτε, φώναζε ο ταλαίπωρος.

Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος που φυσούσε στην περιοχή είχε γιγαντώσει τη φωτιά στο δάσος.

Ο Σύριος γύρισε πίσω με την ψυχή στο στόμα και βρήκε τη γυναίκα του και το παιδί του καρβουνιασμένους.

Τώρα “φιλοξενείται” στην ελληνική αστυνομία κατηγορούμενος για εμπρησμό.

Δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα μοιρολογάει των ανθρώπων τα βάσανα.